καταστηρίζω

καταστηρίζω
καταστηρίζω (Α)
1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω
2. δοκιμάζω
3. αποδεικνύω
4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, -η, -ον
ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστηρίξῃ — καταστηρίζω establish aor subj mid 2nd sg καταστηρίζω establish aor subj act 3rd sg καταστηρίζω establish fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίζει — καταστηρίζω establish pres ind mp 2nd sg καταστηρίζω establish pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίζουσιν — καταστηρίζω establish pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστηρίζω establish pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηριζομέναις — καταστηρίζω establish pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηριζομένη — καταστηρίζω establish pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηριχθείς — καταστηρίζω establish aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίζεται — καταστηρίζω establish pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίζονται — καταστηρίζω establish pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίξαντος — καταστηρίζω establish aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίξωσι — καταστηρίζω establish aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”