- καταστηρίζω
- καταστηρίζω (Α)1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω2. δοκιμάζω3. αποδεικνύω4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, -η, -ονασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.